εντυπωσιάζω

εντυπωσιάζω
εντυπωσίασα, εντυπωσιάστηκα, εντυπωσιασμένος, μτβ., προκαλώ ζωηρή αίσθηση, προξενώ εντύπωση (βλ. λ., 2).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εντυπωσιάζω — εντυπωσιάζω, εντυπωσίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταθαμπώνω — (Μ καταθαμπώνω) εντυπωσιάζω, καταπλήσσω …   Dictionary of Greek

  • καταπλήσσω — (Α καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω) προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω αρχ. 1. χτυπώ δυνατά 2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές 3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι… …   Dictionary of Greek

  • τράκα — η, Ν 1. ο ξηρός και οξύς κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου 2. σύγκρουση, ιδίως οχήματος, τρακάρισμα 3. φρ. α) «κάνω τράκα» ζητώ και αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τά επιστρέφω β) «κάνω τράκες» (συνήθως σχετικά με ενδυμασία)… …   Dictionary of Greek

  • θραύση — η 1. σπάσιμο: Θραύση των καρυδιών. 2. μεγάλη καταστροφή: Μπήκε ο λύκος στο μαντρί και έκανε θραύση. 3. φρ., «Kάνω θραύση», εντυπωσιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”